θηρατήριος

θηρατήριος
θηρ-ᾱτήριος, α, ον,
A = θηρατικός, c. gen.,

ἴυγγα θ. ἔρωτος S.Fr.474.1

.
II Subst. -ατήριον, τό, hunting implement, Hsch. s.v. ἄγκιστρον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού …   Dictionary of Greek

  • θηρατήριον — θηρατήριος hunting implement masc acc sg θηρατήριος hunting implement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατηρίαν — θηρατηρίᾱν , θηρατήριος hunting implement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”